
Μια από τις πολλές, κατά καιρούς, δουλειές του πατέρα μου, ήταν να επισκευάζει φλίπερ (όχι τα ηλεκτρονικά, τα παλιά με τα ελατήρια, τα λαστιχάκια, τα ρελέ...) και διατηρούσε και ένα μαγαζί με φλίπερ, ποδοσαιράκια, πινκπόνγκ κλπ. Καλά πήγαινε, ως ότου εξελέγει, ως πρωθυπουργός, ο Παπανδρέου (παππούς) και το πρώτο που έκανε, για να σώσει τη χώρα, από τα επικείμενα δεινά, ήταν να κλείσει αυτά τα καταραμένα κολαστήρια της νεολαίας, τα λεγόμενα σφαιριστήρια. Η γροθιά αυτή στο μαχαίρι, δεν έσωσε την δύσμοιρη πατρίδα ούτε τον πρωθυπουργό ούτε τη νεολαία αλλά έφερε τον πατέρα μου στην πολύ στενάχωρη κατάσταση ,να έχει μια αποθήκη, με άχρηστα πλέων, υλικά και μηχανήματα, ένα άχρηστο μαγαζί, πολλές άχρηστες γνώσεις και φυσικά στεγνός ωσάν στυπόχαρτο. Ευτυχώς δε χρωστούσε τίποτα, άφησε μαγαζί και αποθήκη ως είχαν, χάρισε τα περιεχόμενά τους στους ιδιοκτήτες και προσπάθησε να ξεχάσει την εμπλοκή του στην υπόθεση. Μας έμεινε αναμνηστικό, μόνο μια δερμάτινη σάκα, γεμάτη με διάφορα μαγικά για μένα εξαρτήματα, ρελεδάκια, λαστιχάκια, μπίλιες, πλαστικά μανιτάρια, ξύλινοι παίκτες και χερούλια από ποδοσαιράκι...με τα οποία έπαιζα για πολλά χρόνια και αποτέλεσαν υλικά για τις πρώτες μου κατασκευαστικές αναζητήσεις.
Αντιμετώπισε το θέμα επιθετικά ανοίγοντας, μαζί με τη μητέρα μου, μαγαζί με ρούχα στο Κολονάκι (G n' M) και προσθέτοντας στο ατελιέ, την εμπειρία του στα παντελόνια, που έλειπε από τη μητέρα μου και είχαν αρχίσει δηλά δηλά να ζητούνται από τις πελάτισσες

Την πρώτη αποκριάτικη στολή τη φιλοτέχνησε ο πατέρας μου επηρεασμένος από τις ταινίες εποχής που ήταν της μόδας. Το καπελάκι το κατασκεύασε κι αυτό μόνος του γιατί δεν έβρισκε να αγοράσει έτοιμο τόσο μικρό.
Τα έξοδα του μαγαζιού δυσβάσταχτα και το κέρδος του δυσανάλογα μικρό. Άφησε λοιπόν τα μεγαλεία, βρήκε ένα υπόστεγο κάτω από την Αχαρνών και άνοιξε ένα εργαστήριο όπου κατασκεύαζε εξατμίσεις αυτοκινήτων. Η μητέρα μου διατήρησε το ατελιέ στο σπίτι, που είχε ελάχιστα έξοδα και πολλαπλάσια έσοδα σε σχέση με το μαγαζί.
Η πρώτη μου επαφή με ηλεκτρικό δράπανο, έγινε σε αυτό το εργαστήριο. Αντέδρασα τόσο αστραπιαία, στον τρομερό ήχο του τρυπήματος, μιας λαμαρίνας, που δε πρόλαβε να δει, προς τα που έτρεξα και του πήρε ώρες να με ξετρυπώσει από εκεί που κρύφτηκα Μια τεχνική που υιοθέτησα και εφάρμοζα με μεγάλη επιτυχία τα επόμενα χρόνια, όποτε μου μύριζε μπαρούτι.
Εκείνη την εποχή μετακόμισε μαζί μας ένας από τους αδελφούς του πατέρα, μου που για τον κοινωνικό περίγυρο, είχε τα τέσσερα κακά της μοίρας του. Αριστερός, κυνηγημένος, χωρισμένος και άνεργος. Με ανέλαβε λοιπών σε συνεργασία με τα κορίτσια του ατελιέ και τα κορίτσια του κομμωτηρίου που στεγαζόταν στο διπλανό διαμέρισμα. Με τον Θείο κάναμε πολλές βόλτες και του έπριζα το κεφάλι με τις ερωτήσεις και τις θεωρίες μου. Βρεθήκαμε σε πολλά μέρη, με βάρκα για ψάρεμα, βόλτα στο βουνό με τα πόδια, διαδηλώσεις και ταραχές. Θυμάμαι κάποιες κραυγές “Νόβα Νόβα” αλλά δε θυμάμαι τι αφορούσαν. Mάλον αυτή τη περίοδο, στα όρια της μνήμης, έμαθα να διαβάζω.
Κάπου εδώ τελειώνει η μυθολογία, που βασίζεται σε συρραφή προτάσεων, που έχω ακούσει εδώ κι εκεί και αρχίζει η ιστορία, που βασίζεται σε δικές μου μνήμες.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (;)