
..το πήρα από ένα μαλακό χέρι.. πως πεινούσα. το δάγκωσα λαίμαργα. δε το είχα ξαναδοκιμάσει. μου κάθισε στο λαιμό.. έφτυσα τα κουκούτσια.. δεν ήταν κακό.. παρά το πνίξιμο. το αναζήτησα και την επαύριο.. και την επομένη.. παρά τις απειλές δε μου έφερε γνώση.. καμιά ξινίλα άμα το παράκανα.. ως εκεί.. εκεί που έφτυσα τα κουκούτσια φύτρωσαν δενδράκια.. αυθαίρετα.. και απούσας κάποιας άλλης άποψης.. αποφάσισα ότι είναι ΔΙΚΆ ΜΟΥ δενδράκια.. και φυσικά και η γη στην οποία βρίσκονται.. και όσο έφτυνα τόσο πλήθαιναν.. και είχα περισσότερα από όσα μπορούσα να φάω.. σιγά σιγά ήλθαν και γείτονες. τι να κάνω.. τους έδωσα μερικά.. αλλά θέλαν περισσότερα κάθε φορά.. ζήτησα λοιπόν να μου δώσουν σε αντάλλαγμα από τα δικά τους που ήταν διαφορετικά.. πιο γευστικά. αλλά αυτό δε το ομολογούσα.. όσο περισσότεροι γινόμασταν.. τόσο αυξανόταν η ποικιλία. άλλα ήταν πιο γευστικά.. άλλα πιο σπάνια.. άλλα θέλαν περισσότερη δουλειά.. δεν ήταν δίκαιο να έχουν όλα την ίδια αξία.. είπαμε να συμφωνήσουμε ότι μια πετρούλα θα αντιστοιχεί με μια βασική μονάδα αξίας.. έτσι άρχισα να μαζεύω πετρούλες.. ξεχνώντας ότι οι πετρούλες αποκτούσαν αξία όταν τις αντάλλαζα με κάτι άλλο.. μάζευα όλο και περισσότερες πετρούλες.. το ίδιο και οι γύρω μου.. έδιναν περισσότερη προσοχή στις πετρούλες από όση στα δενδράκια.. αρχίσαμε να τις καταγράφουμε.. να συγκρίνουμε ποιός έχει τις περισσότερες.. να τις πουλάμε.. να τις δανείζουμε. να στοιχηματίζουμε. να χάνουμε.. να κερδίζουμε.. κι όταν όλοι είχαμε μόνο πετρούλες.. ξαναθυμηθήκαμε ότι δεν μπορούμε να τις φάμε.. δε φταίω εγώ.. ο office με εξαπάτησε..